ἀμαυρόν

ἀμαυρόν
ἀμαυρός
dark
masc acc sg
ἀμαυρός
dark
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • 'μαυρόν — ἀμαυρόν , ἀμαυρός dark masc acc sg ἀμαυρόν , ἀμαυρός dark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀμαυρόν — ἀμαυρόν , ἀμαυρός dark masc acc sg ἀμαυρόν , ἀμαυρός dark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PRESSUS Color — apud Tertullian. de Pallio, c. 3. Imo omni conchyliô pressior, qua colla florent; Latine dieitur, qui alias saturus aut saturatus, Graece κατακορὲς, quô nomine intensiorem colorem et minime dilutum appellant. Myrteum et Pressum cundem faciunt.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… …   Dictionary of Greek

  • κλειθρία — κλειθρία, ιων. τ. κληϊθρίη, ἡ (Α) [κλείθρον] (ενν. οπή) 1. η οπή τής κλειδωνιάς, η κλειδαρότρυπα 2. σχισμή, χαραμάδα πόρτας («δείξας τῇ χειρὶ πόρρωθεν ἀμαυρόν τι καὶ λεπτόν ὥσπερ διὰ κλειθρίας ἐσρέον φῶς», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • κνισώδης — κνισώδης, ῶδες (Α) [κνίσα] 1. αυτός που αναδίδει κνίσα ψητού κρέατος 2. μτφ. ταγγός, με δυσάρεστη γεύση («τὸ μνημονευόμενον ἀμαυρὸν καὶ κνισῶδες», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • τυχηρός — ή, ό / τυχηρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν 1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ άνευ δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ ἀμαυρόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”